θρυμμάτιση

θρυμμάτιση
η
[θρυμματίζω]
ο θρυμματισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρυμμάτιση — η θρυμματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάκλαση — η (Α διάκλασις, εως) [διακλώ] θρυμμάτιση, το σπάσιμο ενός πράγματος σε πολλά κομμάτια, σε θρύψαλα νεοελλ. 1. θρύψαλο, σπασμένο κομμάτι 2. παλαιά χειρουργική μέθοδος ακρωτηριασμού, κατά την οποία έσπαζαν το οστό τού εγχειριζόμενου μέλους 3. ρήγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”